συντροφιάζω

συντροφιάζω
Ν [σύντροφος]
1. κάνω με κάποιον συντροφιά, συναναστρέφομαι
2. συνεργάζομαι, συνεταιρίζομαι
3. μέσ. συντροφιάζομαι
(στον Ερωτόκρ.) αποκτώ σύντροφο ζωής, αποκτώ σύζυγο («από μικρός παντρέφτηκε και συντροφιάσθη ομάδι», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συντροφιαστός — ή, ό, Ν [συντροφιάζω] αυτός που πηγαίνει κάπου μαζί με άλλον («από νωρίς τ απόγιομα συντροφιαστές κινούσι», Ερωτόκρ.). επίρρ... συντροφιαστά Ν με τη συνοδεία κάποιου, με συντροφιά …   Dictionary of Greek

  • συντροφεύω — και συντροφιάζω συντρόφεψα και συντρόφιασα, συντροφεμένος 1. είμαι σύντροφος κάποιου, του κάνω παρέα: Κάθεται στο σπίτι και συντροφεύει τους γονείς της. 2. πάω μαζί με κάποιον: Τον συντρόφευε η σύζυγός του σ αυτό το ταξίδι. 3. συνεταιρίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”