- συντροφιάζω
- Ν [σύντροφος]1. κάνω με κάποιον συντροφιά, συναναστρέφομαι2. συνεργάζομαι, συνεταιρίζομαι3. μέσ. συντροφιάζομαι(στον Ερωτόκρ.) αποκτώ σύντροφο ζωής, αποκτώ σύζυγο («από μικρός παντρέφτηκε και συντροφιάσθη ομάδι», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.